- ανεμιστήρι
- κ. -ριο, το1. βεντάλια ή φυσερό με το οποίο κάνουμε αέρα2. χώρος που τοποθετούνται αντικείμενα για ν’ αεριστούν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμιστήρι — το ιού, φτερό, ριπίδι, βεντάγια, χειροκίνητο όργανο με το οποίο αερίζει ή αερίζεται κανείς: Μερικά ανεμιστήρια είναι πανάκριβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)